χρυσεόκυκλος

χρυσεόκυκλος
-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για τον ήλιο και τη σελήνη) αυτός που έχει χρυσό δίσκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσ[ο]-) + κύκλος (πρβλ. ἀργυρό-κυκλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσεόκυκλον — χρῡσεόκυκλον , χρυσεόκυκλος with disk of gold masc/fem acc sg χρῡσεόκυκλον , χρυσεόκυκλος with disk of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόκυκλε — χρῡσεόκυκλε , χρυσεόκυκλος with disk of gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”